κρανοειδής

κρανοειδής
-ές
αυτός που έχει σχήμα κράνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -ειδής (< εἶδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάσις — (I) κάσις, ὁ, ἡ (Α) 1. αδελφός, αδελφή, κασίγνητος, κασιγνήτη 2. μτφ. αυτός που έχει όμοια φύση ή προέλευση είτε όμοιο προορισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού κασίγνητος, τού τ. τών ανθρωπωνυμίων Άλεξις < Αλεξίκακος]. (II) κάσις, ἡ (Α) 1. πάπ. κράνος …   Dictionary of Greek

  • κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”